τείνυμαι

τείνυμαι
Α
βλ. τίνυμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τίνυμαι — ΜΑ και τίννυμαι και τείνυμαι και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α τιμωρώ («τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι για κάτι 2. επιβάλλω ως ποινή, ως τιμωρία («δὶς τόσα τίνυσθαι», Ησίοδ.) 3. (με καλή σημ.) ανταποδίδω 4. (το… …   Dictionary of Greek

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”